- αφάνταστος
- -η, -ο (AM ἀφάνταστος, -ον)νεοελλ.1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να φανταστεί, ο εξαιρετικός2. αυτός που δεν είναι φαντασμένος, ο σεμνόςαρχ.-μσν.1. ο μη φανταστικός, ο αληθινός2. όποιος δεν φαντάζεται κάτι ή δεν έχει κάποιο όραμα3. αυτός που δεν έχει φαντασίααρχ.(για τον ύπνο) χωρίς όνειρα.
Dictionary of Greek. 2013.